Μουσικές αφηγήσεις
Κυριακή 24-02-19, ώρα 9:00 το πρωί
ίΚνουτ Χάμσουν «Πατέρας και γιός»
Παραγωγή-παρουσίαση – Άννα Σακαλή
Ο Νορβηγός συγγραφέας Κνουτ Χάμσουν γεννήθηκε το 1859 από γονείς πτωχούς. Άρχισε να γράφει από τα 19 του χρόνια, όταν ακόμη ήταν μαθητευόμενος υποδηματοποιού. Κατόπιν έκανε διάφορα επαγγέλματα και ταξίδεψε στην Αμερική, όπου έγινε οδηγός και εργάτης σε διάφορες επαύλεις. Το πρώτο δημοσιευμένο έργο του ήταν αποσπάσματα απ’το μυθιστόρημά του «Πείνα» σε περιοδικό της πατρίδας του. Αυτό ήταν η αρχή. Στη συνέχεια δημοσίευσε πολλά έργα γεμάτα από παρατήρηση για τη ζωή, ποιητική διάθεση, αγάπη για τη φύση και συμπάθεια προς τους απόκληρους της ζωής. Η δύναμη της ψυχολογικής του ανάλυσης θυμίζει τους μεγάλους Ρώσους συγγραφείς. Το 1920 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας.
Πατέρας και γιός
«… Όταν έγινε έξι η ώρα, μεγάλη κίνηση σ’όλο το ξενοδοχείο, ο Κύριος έφτασε. Μπήκε με το γιό του μαζί, που φορούσε ανοιχτή φορεσιά, ο ίδιος ήταν σκούρα ντυμένος. Ήταν άνθρωπος σοβαρός και επιβλητικός. Η καμπάνα της εκκλησιάς σήμαινε, γιατί μόλις έφτασε στο έμπασμα του χωριού ο Κύριος είχε τάξει για την εκκλησία ένα μεγάλο ποσό, που θα εξασφάλιζε τέλεια τη συντήρησή της. …
Αφού ήπιε ένα ποτήρι κρασί έξαφνα είπε:
Πού είναι το χαρτοπαίγνιο? Θέλω να πάω εκεί.
Ο Πάβο, καταγοητευμένος από την ιδέα που ήρθε του πατέρα του, σηκώθηκε να τον οδηγήσει απ’τη σκάλα επάνω. Όλοι τους ακολούθησαν.
Τον υποδέχτηκαν εκεί απάνω με τη μεγαλύτερη διάκριση και προθυμία. Ο τροχός της ρουλέτας είναι σε όλη του τη κίνηση, το παιχνίδι είναι πολύ ζωηρό. Ένας μελαχρινός κύριος, που ο υπηρέτης τον ονομάζει πρίγκιπα, κάνει με πολλές περιποιήσεις θέση στο φίλο του τον κύριο ντε Σινβάρα.
Την ίδια στιγμή φωνάζει ο κρουπιέρης:
Δεκατρία!
Σαρώνει όλα τα χρήματα πάνω στο τραπέζι. Ήταν εκεί επάνω ο σωρός το ασήμι, πολλά μεγάλα χρυσά νομίσματα κι ολάκερα μάτσα χαρτονομίσματα. Όλα γένηκαν άφαντα μες στο σιδερένιο συρτάρι του μπάγκου κάτω απ’το τραπέζι. Κι έβαλαν αμέσως άλλα χρήματα ξανά κάτω, με τη μεγαλύτερη σιωπή και ησυχία, σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Και όμως εσήμαινε πραγματικώς ένα μεγάλο τζόγο αυτό το δεκατρία. Μα κανείς δεν έβγαζε μιλιά, το παιχνίδι τραβούσε το δρόμο του, ο τροχός γυρνούσε μ’όλη του τη γρηγοράδα στην αρχή, έπειτα πιο αργά, πιο σιγά, και τέλος σταμάτησε: Πάλι δεκατρία!….»
