Σαν σήμερα το 1910 γεννήθηκε στο Γουάιτ Στέισον του Μισισίπι ο θρυλικός Αμερικανός bluesman Howlin Wolf (Chester Arthur Burbett 1910-1973).
Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της blues μουσικής σκηνής του Σικάγο.
Το 1980 το όνομά του γράφτηκε στο Blues Hall of Fame, το 1991 στο Rock and Roll Hall of Fame και το 1999 το “Smokestack Lighting” κέρδισε το ειδικό βραβείο Grammy Hall of Fame.
Αποτέλεσε μεγάλο κεφάλαιο στην διαμόρφωση της blues μουσικής σκηνής και μεγάλη επιρροή για πολλούς καλλιτέχνες στη ροκ μουσική.
Το περιοδικό “Rolling Stone” τον έχει κατατάξει στη 51η θέση της λίστας με τους εκατό σπουδαιότερους μουσικούς όλων των εποχών.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Howlin’ Wolf γεννήθηκε ως Τσέστερ Άρθουρ Μπαρνέτ στις 10 Ιουνίου 1910 στο White Station του Μισσισσιππί. Οι γονείς του ήταν ο Λίον Μπαρνέτ και η Γκέρντρουντ Τζόουνς και του έδωσαν το όνομα του από τον Τσέστερ Άρθουρ, 21ο πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Το προσωνύμιο Wolf (Λύκος) του το έδωσε ο παππούς του, ο οποίος του έλεγε ότι αν η συμπεριφορά του ήταν ανάρμοστη, “ο λύκος θα ερχόταν να τον πάρει” και γι’ αυτό το λόγο όταν ξεπερνούσε τα όρια μιμούνταν το ουρλιαχτό του λύκου.
Τον Απρίλιο του 1941, ο Wolf κατατάχθηκε στον στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών, οκτώ μόλις μήνες πριν την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ. Την άνοιξη του 1943 υπηρετούσε σε στρατιωτικό νοσοκομείο στο Πόρτλαντ του Όρεγκον και αποστρατεύτηκε στις 3 Νοεμβρίου 1943.
Στις 3 Μαΐου 1947, παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο, Κέιτι Μέι Τζόνσον και το 1948 μετακόμισαν στο Δυτικό Μέμφις του Αρκάνσας. Εκεί, ο Wolf σχημάτισε το πρώτο του συγκρότημα με τον Ματ Μέρφι στην κιθάρα και τον Τζούνιορ Πάρκερ στη φυσαρμόνικα και ταυτόχρονα έκανε ραδιοφωνική εκπομπή στον τοπικό σταθμό “KWEM”.
Το 1951, ο ιδιοκτήτης των “Sun Studios”, Σαμ Φίλιπς, έδειξε ενδιαφέρον για τον Wolf και στις 14 Μαΐου ηχογράφησε τα δύο πρώτα του κομμάτια, “Moanin’ At Midnight” και “How Many More Years”. Τα δύο τραγούδια αποτέλεσαν το πρώτο του σινγκλ, το οποίο κυκλοφόρησε μέσω της “Chess Records” από το Σικάγο, σκαρφαλώνοντας στο Top-10 του R&B chart του Billboard.
Τρία χρόνια αργότερα, η επιτυχία των πρώτων σινγκλ του οδήγησε τον Howlin’ Wolf να μετακομίσει στο Σικάγο. Η απόφαση του αυτή έδωσε τέλος στον πρώτο του γάμο. Κατά την άφιξη του στο Σικάγο, ξεκίνησε η διάσημη αντιπαλότητα του με τον Muddy Waters, με κυριότερη αφορμή γι’ αυτήν, την υποψία του Wolf ότι ο Willie Dixon, ο οποίος έγραφε τραγούδια και για τους δύο τραγουδιστές, έδινε τα καλύτερα του κομμάτια στον Waters.
Εκείνο το διάστημα ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον κιθαρίστα Χιούμπερτ Σάμλιν, η οποία διήρκεσε μέχρι το θάνατο του. Ταυτόχρονα, έκανε μαθήματα ανάγνωσης και γραφής. Το πρώτο άλμπουμ του κυκλοφόρησε το 1959 με τίτλο “Moanin’ In The Moonlight” με τον Γουίλι Τζόνσον, τον Σάμλιν και τον Τζόντι Ουίλιαμς στις κιθάρες, τον Γουίλι Στιλ και τον Ερλ Φίλιπς στα τύμπανα και τον Willie Dixon στο μπάσο. Η παραγωγή έγινε από τον Leonard Chess και ουσιαστικά ο δίσκος ήταν συλλογή διαφόρων σινγκλ που είχε κυκλοφορήσει ο Wolf τα προηγούμενα χρόνια.[
Ακολούθησε το “Howlin’ Wolf” (ή “The Rocking Chair album”) στις αρχές του 1962 με ηχογραφήσεις του 1960 και του 1961.
Τον Μάιο του 1964, παντρεύτηκε την Λίλι Χάντλεϊ Τζόουνς, δεύτερη σύζυγο του, και κυκλοφόρησε το άλμπουμ “Rockin’ the Blues – Live In Germany”.
Στις αρχές του 1967, το όνομα του Howlin’ Wolf έλαβε ακόμη περισσότερη δημοτικότητα όταν οι Doors διασκέυασαν το “Back Door Man” για τον πρώτο τους δίσκο, γεγονός που έδειξε την μεγάλη επιρροή του καλλιτέχνη στα συγκροτήματα της κλασικής ροκ μουσικής.
Το 1969 έπαθε για πρώτη φορά καρδιακή προσβολή ενώ ταξίδευε προς το Σικάγο για μία συναυλία στο τοπικό πανεπιστήμιο, πέφτοντας πάνω στο ταμπλό του αυτοκινήτου του. Τη ζωή του έσωσε ο Χιούμπερτ Σάμλιν, ο οποίος οδηγούσε το αυτοκίνητο εκείνη την ώρα, και αφού σταμάτησε πήρε ένα σανίδι και τον χτύπησε στην πλάτη βοηθώντας την καρδιά του να επανέλθει.
Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το πιο αμφιλεγόμενο του άλμπουμ με τίτλο “The Howlin’ Wolf Album”, μία μίξη των μπλουζ με το ψυχεδελικό ροκ, σε επανεκτελέσεις παλιότερων τραγουδιών του. Σκοπός της “Chess” ήταν να αναβαθμίσει τον ήχο κλασικών μπλουζ καλλιτεχνών, εκμοντερνίζοντας τον με ψυχεδελικά στοιχεία, κάτι που είχε κάνει με το “Electric Mud” του Muddy Waters. Ο Wolf έδειξε την απέχθεια του για το δίσκο, κάτι που προσπάθησε να εκμεταλλευτεί η εταιρεία δηλώνοντας το στο εξώφυλλο.
Το 1972, έλαβε τιμητικό διδακτορικό των Τεχνών από το Columbia College του Σικάγο, ενώ λίγους μήνες αργότερα κυκλοφόρησε τον τελευταίο του στούντιο δίσκο με τίτλο “The Back Door Wolf”.
Το 1974, η “Chess” κυκλοφόρησε τη συλλογή “London Revisited”, με ηχογραφήσεις του Howlin’ Wolf και του Muddy Waters οι οποίες παρέμειναν εκτός των αρχικών κυκλοφοριών και την επόμενη χρονιά ο Wolf κέρδισε το βραβείο του “Montreux Festival” για το “The Back Door Wolf”.
Το Νοέμβριο του 1975, πραγματοποίησε την τελευταία του ζωντανή εμφάνιση, μαζί με τον B. B. King, τον Albert King, τον Luther Allison, κ.α. στο “Chicago Amphitheater”, ενώ η υγεία του έδειχνε έντονα σημάδια παρακμής. Στις 10 Ιανουαρίου του 1976 πέθανε στο “Hines VA Hospital” του Χάινς του Ιλινόι. Η νεκροψία έδειξε καρκίνο στον εγκέφαλο, ασθένεια στα νεφρά και καρδιακή ανεπάρκεια.
Το Little Red Rooster είναι ένα από τα blues standard της σχολής του Σικάγο που έγραψε ο Willie Dixon και ηχογράφησε το 1961.Τρία χρόνια αργότερα το διασκεύασαν οι Rolling Stones οποίοι είχαν την ευκαιρία να παίξουν μαζί του και να διασκευάσουν το 1964 ένα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια του.
