Warning: Undefined array key 0 in /var/www/ertdev1.oryx.gr/wp-content/themes/generatepress_child/single-article.php on line 18

Warning: Undefined array key 0 in /var/www/ertdev1.oryx.gr/wp-content/themes/generatepress_child/single-article.php on line 21

Warning: Undefined array key 0 in /var/www/ertdev1.oryx.gr/wp-content/themes/generatepress_child/single-article.php on line 25

Warning: Attempt to read property "term_id" on null in /var/www/ertdev1.oryx.gr/wp-content/themes/generatepress_child/single-article.php on line 25

Warning: Undefined property: WP_Error::$slug in /var/www/ertdev1.oryx.gr/wp-content/themes/generatepress_child/single-article.php on line 26
Μουσικές Ιστοριές – Quincy Jones – ΕΡΤecho
Ανάκτηση κωδικού

Γράψε το email σου και θα σου στείλουμε ένα link με οδηγίες για την ανάκτηση τού κωδικού σου.


Warning: Undefined array key 0 in /var/www/ertdev1.oryx.gr/wp-content/themes/generatepress_child/single-article.php on line 64

Μουσικές Ιστοριές – Quincy Jones

Ο Quincy Delight Jones Jr. (γεννημένος στις 14 Μαρτίου 1933) είναι Αμερικανός παραγωγός, πολυ-οργανίστας, τραγουδοποιός, ενορχηστρωτής, συνθέτης, διευθυντής και παραγωγός κινηματογραφικών και τηλεοπτικών προγραμμάτων.  Η καριέρα του ξεπερνάει  60 χρόνια στον κλάδο της ψυχαγωγίας με 80 υποψηφιότητες βραβείων Grammy, 28 Grammys, και ένα βραβείο Grammy Legend το 1992 και έκλεισε αισίως τα 88!

Ο Quincy Jones ήρθε στο προσκήνιο στη δεκαετία του 1950 ως διασκευαστής, μαέστρος και τραγουδιστής της τζαζ, προτού προχωρήσει στην ποπ μουσική και τις ταινίες. Το 1969 ο Jones και ο συνεργάτης του  Bob Russell έγιναν οι πρώτοι Αφροαμερικανοί υποψήφιοι για βραβείο Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου τραγουδιού για το “The Eyes of Love” από την ταινία Banning. Ο Τζόουνς ήταν επίσης υποψήφιος για βραβείο Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου μουσικού έργου στην ταινία του 1967 Cold Blood, καθιστώντας τον τον πρώτο Αφροαμερικανό που ήταν υποψήφιος δύο φορές τον ίδιο χρόνο. Το 1971 έγινε ο πρώτος Αφροαμερικανός μουσικός σκηνοθέτης και μαέστρος της τελετής των βραβείων της Ακαδημίας. Το 1995 ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός που έλαβε το Βραβείο Φιλανθρωπίας Jean Hersholt.

Ο Jones ήταν μαζί με τον Michael Jackson, ο παραγωγός των άλμπουμ Off the Wall (1979), Thriller (1982) και Bad (1987), καθώς και παραγωγός και μαέστρος του τραγουδιού “We Are the World” (1985) μαζεύοντας χρήματα για τα θύματα του λιμού στην Αιθιοπία. Το 2013, ο Jones εισήχθη στο Rock & Roll Hall of Fame της ως νικητής, μαζί με τον Lou Adler, του Βραβείου Ahmet Ertegun. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους τζαζ μουσικούς του 20ου αιώνα από το περιοδικό Time. Είναι ο πρώτος Αφροαμερικανός που αναλάμβανε υψηλόβαθμη θέση στον χώρο της μουσικής βιομηχανίας. Για την μουσική του εκπαίδευση συνέβαλε και η Nadia Boulanger, η Γαλλίδα συνθέτης που δίδαξε μερικούς από τους σημαντικότερους μουσικούς εκπροσώπους της κλασικής μουσικής του 20ου, όπως ο Igor Stravinsky και ο Leonard Bernstein.

Η πρώτη του επιτυχημένη συνεργασία ως ανεξάρτητος παραγωγός ήταν με τον Ray Charles. Η γνωριμία τους έγινε όταν ο Quincy ήταν 14 χρονών, ήδη ασχολούταν με τη σύνθεση μανιωδώς, και ο Ray 16, ήδη ενεργός μουσικός.

Μερικά ονόματα της ατέλειωτης και εντυπωσιακής λίστας των συνεργασιών του: Frank Sinatra, Michael Jackson, Ray Charles, Malcolm X, Elon Musk, Truman Capote, Buzz Aldrin, Prince, Tupac, Leni Riefenstahl, Peggy Lee, Aretha Franklin.

Έχει συνθέσει τη μουσική επένδυση για περισσότερες από τριάντα ταινίες στην καριέρα του. Ανάμεσά τους: Το πορφυρό χρώμα (The Colour Purple) του Στίβεν Σπίλμπεργκ, Ο ενεχυροδανειστής (The Pawnbroker, 1964), Εν ψυχρώ (In Cold Blood, 1967), Ιστορία ενός εγκλήματος (In the Heat of the Night, 1967), Ληστεία αλά ιταλικά (The Italian Job, 1969) κ.α.

Ο Quincy Delight Jones Jr. γεννήθηκε στο Σικάγο στις 14 Μαρτίου 1933, γιος της Sarah Frances (née Wells), υπάλληλος τραπέζης και διευθύντρια συγκροτήματος διαμερισμάτων,και του Quincy Delight Jones Sr., παίκτη μπέιζμπολ και ξυλουργός από το Κεντάκι.

Το 1956, περιόδευσε ως τρομπετίστας και μουσικός ενορχηστρωτής της Dizzy Gillespie Band σε μια περιοδεία τους στη Μέση Ανατολή και τη Νότια Αμερική που χρηματοδοτήθηκε από την Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ.

Μετά την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Jones υπέγραψε μια σύμβαση με την ABC-Paramount Records και άρχισε τις ηχογραφήσεις του, ως αρχηγός της δικής του μπάντας.

Το 1957, ο Quincy εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σπούδασε σύνθεση και θεωρία με την Nadia Boulanger και τον Olivier Messiaen. Επίσης, πραγματοποίησε εμφανίσεις στο Olympia.

Ο Jones έγινε μουσικός διευθυντής στη Barclay Disques, τον γαλλικό διανομέα για την Mercury Records. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, περιόδευσε με επιτυχία σε όλη την Ευρώπη, με μια σειρά από τζαζ ορχήστρες. Ως μουσικός διευθυντής του τζαζ μιούζικαλ Free and Easy του Harold Arlen, ο Quincy Jones ξεκίνησε για άλλη μια φορά περιοδείες. Η ευρωπαϊκή του περιοδεία έκλεισε με την τελευταία του εμφάνιση στο Παρίσι τον Φεβρουάριο του 1960.

Με μουσικούς από την εκπομπή Arlen show, ο Jones δημιούργησε τη δική του μεγάλη μπάντα, που ονομαζόταν The Jones Boys, με 18 καλλιτέχνες- συν τις οικογένειές τους. Η μπάντα περιελάμβανε μεγάλα ονόματα από τον χώρο της τζαζ, όπως τον Eddie Jones και τον συνάδελφο του και τρομπετίστα Reunald Jones, και οργάνωσε μια περιοδεία στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη.

Αν και οι εμφανίσεις του, κατά τη πολύχρονη περιοδεία του στην Ευρώπη και Αμερική, είχαν μεγάλη επιτυχία και απέσπασαν πολύ καλές κριτικές, τόσο τα κέρδη, όσο και ο κακός προυπολογισμός μιας τέτοιας μεγάλης μπάντας δεν ήταν αρκετά για να την συντηρήσουν, με αποτέλεσμα να καταλήξουν σε μια οικονομική καταστροφή. Η μπάντα διαλύθηκε και άφησε τον Jones με οικονομικές δυσκολίες.

Ο Irving Green, επικεφαλής της Mercury Records, βοήθησε τον Jones να σταθεί και πάλι στα πόδια του με ένα προσωπικό δάνειο και μια νέα θέση εργασίας ως μουσικός διευθυντής της Νέας Υόρκης σε μια εταιρεία, όπου εργάστηκε με τον Doug Moody, με τον οποίο λίγο αργότερα θα σχημάτιζε την Mystic Records.

Το 1964, o Jones προήχθη σε αντιπρόεδρο της εταιρείας, με αποτέλεσμα να γίνει ο πρώτος Αφροαμερικανός σε μια τέτοια εκτελεστική θέση σε δισκογραφική εταιρεία. Το ίδιο έτος, ο Quincy Jones έστρεψε την προσοχή του σε ένα άλλο είδος μουσικής, τη μουσική για τον κινηματογράφο. Μετά από πρόσκληση του σκηνοθέτη Sidney Lumet, συνέθεσε τη μουσική για την ταινία The Pawnbroker. Ήταν η πρώτη από τις 33 συνθέσεις του για κινηματογράφο.

Μετά την επιτυχία του The Pawnbroker Jones άφησε τη Mercury Records και μετακόμισε στο Λος Άντζελες. Μετά τη μουσική του σύνθεση για την ταινία The Slender Thread, με πρωταγωνιστή τον Sidney Poitier, έγινε πολύ γνωστός και περιζήτητος ως συνθέτης. Οι επόμενες ταινίες για τις οποίες συνέθεσε μουσική ήταν οι: Walk, Don’t Run, In Cold Blood, In the Heat of the Night, A Dandy in Aspic, Mackenna’s Gold, The Italian Job, Bob & Carol & Ted & Alice, The Lost Man, Cactus Flower και The Getaway. Επιπλέον, συνέθεσε τη μουσική για την ταινία “The Streetbeater”, η οποία έγινε γνωστή ως το μουσικό θέμα για την τηλεοπτική κωμική σειρά Sanford and Son, με πρωταγωνιστή τον Redd Foxx.

Στη δεκαετία του 1960, ο Jones εργάστηκε ως ενορχηστρωτής για μερικούς από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής, όπως τον Billy Eckstine, Sarah Vaughn, Frank Sinatra, Ella Fitzgerald, Peggy Lee και Dinah Washington. Οι σόλο ηχογραφήσεις του Jones άρχισαν επίσης να γίνονται γνωστές το διάστημα αυτό, με κυριότερες τα τραγούδια Walking in Space, Gula Matari, Smackwater Jack, You’ve Got It Bad, Girl, Body Heat, Mellow Madness, και I Heard That!!.

Είναι ευρύ γνωστός για τη μελωδία που συνέθεσε το 1962 με τίτλο “Soul Bossa Nova”, η οποία προέρχεται από το άλμπουμ Big Band Bossa Nova. Το “Soul Bossa Nova” ήταν το θεματικό τραγούδι για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, για το τηλεπαιχνίδι Definition της καναδικής τηλεόρασης, για τη ταινία του Woody Allen “Take the Money and Run” και για τη σειρά ταινιών του Austin Powers.

 

Ο Jones ήταν επίσης υπεύθυνος για την παραγωγή και τις τέσσερα εκατομμύρια πωλήσεις των singles της Lesley Gore κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Συνέχισε να είναι ο παραγωγός για την Lesley μέχρι το 1966.

Το 1981 κυκλοφόρησε το άλμπουμ The Dude, το οποίο γέννησε πολλά hit singles, συμπεριλαμβανομένου του “Ai No Corrida” (διασκευή τραγουδιού του Chaz Jankel), “Just Once” και “One Hundred Ways”, με τα δύο τελευταία να μετράνε συμμετοχές του James Ingram στα φωνητικά.

Το 1985, ο Jones συνεργάστηκε με τον Steven Spielberg για την ταινία The Color Purple. Αυτός και ο Jerry Goldsmith (από το Twilight Zone: The Movie) είναι οι μόνοι συνθέτες, εκτός από τον John Williams, που έχουν συνεργαστεί σε θεατρική ταινία με τον Spielberg.

Το 1988, η Quincy Jones Productions ένωσε τις δυνάμεις της με την Warner Communications με αποτέλεσμα της δημιουργίας της Quincy Jones Entertainment, και την υπογραφή συμφωνίας με την Warner Bros και την NBC Productions.

Ξεκινώντας στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Jones προσπάθησε να πείσει τον Miles Davis να εκτελέσει εκ νέου τη μουσική που είχε παίξει σε πολλά κλασικά άλμπουμ, υπο την καθηδηγηση του Gil Evans κατά τη δεκαετία του 1960. O Davis δεν είχε ποτέ δεχτεί την πρόταση του, όμως το 1991, και ενώ ταλαιπωρούνταν από πνευμονία, υποχώρησε και συμφώνησε να εκτελέσει τη μουσική σε μια συναυλία στο Φεστιβάλ Τζαζ του Montreux. Το άλμπουμ που προέκυψε από την ηχογράφηση αυτή, με τίτλο Miles & Quincy Live at Montreux, ήταν το τελευταίο άλμπουμ που κυκλοφόρησε o Davis, αφού πέθανε μερικούς μήνες αργότερα.

Το 1993, ο Jones συνεργάστηκε με τον David Salzman για την παραγωγή της συναυλίας που αποτέλεσε υπερθέαμα, με τίτλο An American Reunion, μια γιορτή των εγκαινίων του Bill Clinton ως Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Την ίδια χρονιά, ο Jones ένωσε τις δυνάμεις του με τον David Salzman και προχώρησε στη μετονομασία της Quincy Jones Entertainment σε Quincy Jones/David Salzman Entertainment (QDE). Η QDE ήταν μια διαφοροποιημένη εταιρεία που παρήγαγε τεχνολογία μέσων ενημέρωσης, κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικά προγράμματα (In the House, The Fresh Prince of Bel-Air και MADtv), και περιοδικά (Vibe και Spin).

Το 2001, δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του, Q: The Autobiography of Quincy Jones.

Στις 31 Ιουλίου 2007, ο Jones συνεργάζεται με την Wizzard Media για την έναρξη του Quincy Jones Video Podcast. Σε κάθε επεισόδιο, ο Jones μοιράζεται τη γνώση και την εμπειρία του πάνω στη μουσική βιομηχανία. Το πρώτο επισόδιο είναι χαρακτηριστικό, με τον Jones στο στούντιο για την παραγωγή και ηχογράφηση του “I Knew I Loved you” της Celine Dion, που περιλαμβάνεται στο άλμπουμ- αφιέρωμα για τον Ennio Morricone, We All Love Ennio Morricone. Ο Jones βοήθησε επίσης στη κυκλοφορία του CD της Anita Hall, “Send Love”, που κυκλοφόρησε το 2009.

Έχει παντρευτεί 3 φορές και έχει 7 παιδιά με 5 διαφορετικές γυναίκες.

[*Το 1974 ο Jones υπέφερε από ένα ανεύρυσμα του εγκεφάλου που απείλησε τη ζωή του, αναγκάζοντάς τον να μειώσει τον φόρτο εργασίας του για να περάσει χρόνο με τους φίλους και την οικογένειά του. Δεδομένου ότι η οικογένειά του και οι φίλοι του πίστευαν ότι η ζωή του Jones έφτασε στο τέλος της, άρχισαν να σχεδιάζουν την κηδεία του. Την παρακολούθησε λοιπόν μαζί με τον νευρολόγο του. Μερικοί από τους διασκεδαστές που παρευρέθηκαν ήταν οι Richard Pryor, Marvin Gaye, Sarah Vaughan και Sidney Poitier.!]

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ


Warning: Undefined array key 0 in /var/www/ertdev1.oryx.gr/wp-content/themes/generatepress_child/single-article.php on line 130

Warning: Undefined array key 0 in /var/www/ertdev1.oryx.gr/wp-content/themes/generatepress_child/single-article.php on line 158